- ευσέβεια
- Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας.
1. Ε. η μάρτυρας. Μαρτύρησε με τη Σωσάννα. Η μνήμη της τιμάται στις 7 Ιουνίου.
2. Η αποκαλούμενη και Ξένη. Η μνήμη της τιμάται στις 18 Ιανουαρίου.
* * *η (ΑΜ εὐσέβεια, Α και εὐσεβία και εὐσεβίη) [ευσεβής]1. σεβασμός προς τον θεό, αναγνώριση τής θεότητός του και τήρηση τών εντολών του («εὐσέβεια πρὸς τὸν Θεόν»)2. βαθύς σεβασμός προς τους γονείς, δασκάλους κ.λπ. («ευσέβεια προς τους γονείς»)μσν.1. το σύνολο τών χριστιανών, η χριστιανοσύνη2. το σύνολο τών ορθοδόξων, η ορθοδοξία3. φρ. α) «γυρίζω τινὰ εἰς εὐσέβειαν» — οδηγώ κάποιον στην ορθή πίστηβ) «στρέφομαι εἰς τὴν εὐσέβειαν» — κλείνομαι σε μονή, γίνομαι μοναχόςγ) «ἄνθρωπος τῆς εὐσεβείας» — ιερωμένοςμσν.-αρχ.1. ενάρετη ζωή, καλή διαγωγή2. ορθή πίστη, ορθόδοξη πίστη (α. «Σταυρόν... σημεῑον εὐσεβείας» β. «τὸ κεφάλαιον τῆς τῶν Χριστιανῶν εὐσεβείας τὸ πιστεύειν τὸν μονογενῆ Θεόν», Γρηγ. Νύσσ.)3. ως τιμητικό επίθετο Ρωμαίων ή Βυζαντινών αυτοκρατόρων (α. «ἡ Σὴ εὐσέβεια» β. «ἡ Ὑμετέρα εὐσέβεια»)4. πληθ. αἱ εὐσέβειαιπράξεις ευσεβείας, οι αγαθοεργίες («ευσεβείας παρέχων τοίς πένησιν»)αρχ.φήμη ή χαρακτηρισμός που προήλθε από ευσεβή διαγωγή.
Dictionary of Greek. 2013.